ψιλομέλας

ψιλομέλας
ο, Ν
(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού βαρίου και τού μαγγανίου, το οποίο αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα τού μαγγανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. psilomelane (< ψιλός + μέλας). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”